- κινόνες
- Ομάδα αρωματικών (κυκλικών) δικετονών, στις οποίες τα άτομα του άνθρακα των καρβονυλικών ομάδων αποτελούν μέρος του αρωματικού δακτυλίου. Προέρχονται από το βενζόλιο και τα παράγωγά του, με αντικατάσταση δύο ατόμων υδρογόνου από δύο άτομα οξυγόνου. Είναι σώματα κρυσταλλικά, με έντονη οσμή, και χαρακτηρίζονται από το έντονο κίτρινο ή κόκκινο χρώμα τους και από το ότι ανάγονται εύκολα προς διυδροφαινόλες. Πρόκειται για τις μητρικές ενώσεις των υδροκινονών, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως εμφανιστές στη φωτογραφία, ως αντιοξειδωτικά σώματα για το καουτσούκ και τις λιπαρές οργανικές ουσίες και ως παρεμποδιστές χημικών αντιδράσεων. Οι κ., όπως και οι υδροκινόνες, είναι ισχυρά δηλητήρια και μαζί με τα παράγωγά τους αποτελούν ενδιάμεσα προϊόντα στη βιομηχανία χρωμάτων. Συμμετέχουν επίσης ενεργά στη διενική σύνθεση, σχηματίζουν μοριακά σύμπλοκα με τις φαινόλες, τα οποία χρησιμοποιούνται στην αναλυτική χημεία, και χρησιμοποιούνται ως μυκητιοκτόνα, δεψικά υλικά και εντομοκτόνα. Αρκετές φυσικές χρωστικές είναι παράγωγα κ., όπως, για παράδειγμα, το μουσκαφαρίν (ή κόκκινη ουσία του κόκκινου μανιταριού). Συνήθως με την ονομασία αυτή αναφέρεται η π-βενζοκινόνη.
* * *οιχημ. τάξη οργανικών ουσιών τής αρωματικής σειράς.
Dictionary of Greek. 2013.